Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ακούω καλά

  • 1 прослушать

    ρ.σ.μ.
    1. ακούω•

    прослушать оперу ακούω μελόδραμα.

    2. ακροώμαι•

    прослушать лёгкие, сердце ακούω τα πνευμόνια, την καρδιά•

    прослушать механизм ακούω το μηχανισμό (τον χτύπο).

    3. παρακολουθώ•

    прослушать курс высшей математики ακούω μαθήματα ανώτερων μαθηματικών.

    4. δεν ακούω καλά.• παρακούω•

    простите, я -ал, что вы сказали; повторите, пожалуйста με συγχωρείτε, δεν άκουσα καλά τι είπατε• πείτε το πάλι, σας παρακαλώ.

    5. ακούω (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > прослушать

  • 2 слышать

    слышать ακούω; хорошо (плохо) \слышать ακούω καλά ( άσχημα); первый раз \слышатьу перен. πρώτη φορά τ' ακούω; \слышатьаться ακού(γ) ομαι
    * * *

    хорошо́ (пло́хо) слы́шать — ακούω καλά (άσχημα)

    пе́рвый раз слы́шу — перен. πρώτη φορά τ'ακούω

    Русско-греческий словарь > слышать

  • 3 слышать

    -шу, -шишь
    ρ.δ.
    1. ακούω•

    слышать стук ακούω το χτύπο•

    слышать крик ακούω την κραυγή•

    я плохо -шу δεν ακούω καλά.

    2. πληροφορούμαι, μαθαίνω, ακούω.
    3. αισθάνομαι καταλαβαίνω•

    слышать запах αισθάνομαι τη μυρουδιά.

    || οσφραίνομαι, μυρίζω•

    собака -шит дичь το σκυλί • οσφραίνεται το θήραμα.

    εκφρ.
    ног (или земли) под собой не слышать – (απλ.)• α) πηλαλώ, τρέχω με αστραπιαία ταχύτητα, βγάζουν φωτιές τα πόδια μου, δεν πατώ καταγής, β) κουράζομαι υπερβολικά, μου κόβονται τα πόδια•
    не слыша ног (бежать) – τρέχω με μεγάλη ταχύτητα• (и) -шать не хочет ούτε ν' ακούσει δε θέλει (αρνείται κατηγορηματικά).
    1. ακούομαι•

    -ится шум ακούεται θόρυβος.

    2. αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι•

    -ится запах υπάρχει κάποια μυρουδιά, μυρίζει κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > слышать

  • 4 расслышать

    расслыша||ть
    сов ἀκούω καθαρά, ἀκούω καλά:
    я не \расслышатьл δέν ἄκουσα καλά.

    Русско-новогреческий словарь > расслышать

  • 5 недослышать

    -шу, -шишь
    ρ.σ.
    1. δεν ακούω καλά, παρακούω•

    он -ал, что ему сказали αυτός δεν άκουσε καλά τι του είπαν.

    2. βαριακούω, είμαι βαρύκοος• κουφίζω.

    Большой русско-греческий словарь > недослышать

  • 6 расслышать

    -шу, -шишь
    ρ.σ.μ. ακούω καλά, καθαρά.

    Большой русско-греческий словарь > расслышать

  • 7 наслушаться

    ρ.σ.
    1. ακούω•

    наслушаться новостей ακούω ειδήσεις.

    2. χορταίνω
    ακούω•

    он поёт так хорошо, что я не могу наслушаться его αυτός τραγουδάει τόσο καλά, που δε χορταίνω να τον ακούω.

    Большой русско-греческий словарь > наслушаться

  • 8 ну

    ну 1
    επιφ.
    1. (προκλητικό ή προτρεπτικό)• έλα, εμπρός, άιντε, άιντε ντε, (έλα) λοιπόν•

    ну не бойся έλα, έλα μη φοβάσαι•

    ну и что? λοιπόν και τι (μ αυτό);•

    ну так что же? ε, καλά και τι;•

    ну, а теперь λοιπόν, και τώρα;•

    ну, скорей λοιπόν, γρηγορότερα, γρήγορα-γρήγορα•

    ну, перестань λοιπόν, σταμάτα•

    ну, говори, что ты молчишь λοιπόν, λέγε, τι σιωπάς•

    ну, что дальше? λοιπόν, παρακάτω τι έγινε;

    2. άφησε με (μας), άσε με (μας), παράτα με (μας), ξεφορτώσου με (μας)• άπαγε•

    слышишь, что я говорю? – ну, тебя, слышу! ακούς τι λέω; – άσε με και συ, ακούω!•

    да ну его! (περιφρ.) ας τον απ εκεί! παράτα τον! και δεν τον παρατάς!

    || έξω απ εδώ, μακριά απ εδώ• δε μου χρειάζεται•

    я не ем чесноки... ну их! δεν τρώγω σκόρδα... μακριά απ εδώ!

    3. (εκφράζει θαυμασμό, αγαλλίαση, αγανάκτηση, ειρωνία)• τι, για ιδές, πω-πώ, ε!•

    ну и погода! τι καιρός! για δες καιρό που κάνει!•

    ну и виноград! τι σταφύλια! σταφύλια να δουν τα μάτια σου!

    ну 2
    (μόριο)
    1. ερωτ. (για αμφιβολία, θαυμασμό κ.τ.τ.) άραγε; τι λες; αλήθεια; είναι δυνατόν;•

    я сегодня уезжаю. – ну?! ή да ну?! – σήμερα αναχωρώ. – Αλήθεια (ναι);

    2. (και) αν, εάν•

    а ну как кто-нибудь нас увидит? και αν κάποιος μας δει;

    3. επιτακτ. ε, και, λοιπόν•

    ну, вот о чём мечтает και να τι ονειρεύεται•

    ну, не стыдно ли вам? και δεν ντρέπεστε;

    ну, вот ещё λοιπόν, να ακόμα, νάτα μας λοιπόν•

    ну конечно και βέβαια•

    ну нет όχι δεν•

    ну хорошо λοιπόν καλά•

    ну что? не видешь, что он больной? ε, τι (λοιπόν τι); δε βλέπεις που είναι άρρωστος;•

    ну, а... αλλ όμως...

    4. σύνδ. συμπερασ. λοιπόν, ώστε, επομένως...•

    ну это его дело... λοιπόν, είναι δική του υπόθεση.

    || κι έτσι τελικά.
    5. (απλ.) ας πούμε, ας υποθέσομε, ας παραδεχτούμε•

    ты говорил? ну говорил εσύ έλεγες; ну Ας πούμε έλεγα.

    εκφρ.
    ну-с! – (ε) λοιπόν!•
    ну, ну не буду – καλά, καλά δεν το ξανακάνω•
    ну и ну! ή ай да ну! – πω-πω!

    Большой русско-греческий словарь > ну

  • 9 так

    1. επίρ. έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο•

    так надо делать έτσι πρέπει να το κάνεις•

    не говори έτσι να μη μιλάς•

    именно так έτσι ακριβώς•

    вот так надо работать να έτσι πρέπει να εργάζεσαι.

    2. επίρ. τόσο•

    -я много ходил, что устал τόσο πολύ βάδισα, που κουράστηκα.

    || επίρ. τότε, σε τέτοια περίπτωση•

    я тебя не хочу слушать. так уходи δε θέλω να σε ακούω. так Τότε, φεύγα.

    3. επίρ. χωρίς συνέπειες, ατιμώρητα•

    так это не пройдт έτσι αυτό δε θα περάσει.

    4. επίρ. χωρίς απώτερο σκοπό•

    я сказал просто так εγώ έτσι απλώς το είπα.

    5. χωρίς εφαρμογή μέσων, καταβολή προσπαθειών κλπ. болезнь так не пройдёт η άρρωστεια έτσι (χωρίς θεραπεία) δε θα περάσει.
    6. μόριο• α τίποτε•

    что с тобой? так - τι έχεις; α τίποτε.

    7. μόριο άτονο• συνεπώς, δηλαδή•

    едем? δηλαδή πάμε; αναχωρούμε;•

    так согласен? δηλαδή συμφωνείς;

    8. (μόριο βεβαιωτικό)• ναι, μάλιστα, πραγματικά•

    так это он ναι αυτός είναι.

    9. (μόριο άτονο επιτακτικό•) έτσι (με επίταση της φωνής)•

    а я так думаю όμως εγώ έτσι νομίζω.

    10. μόριο• παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη.
    11. όμως, αλλά•

    отец тебе говорил, так слушать ты не хотел ο πατέρας σου έλεγε, αλλά εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις.

    εκφρ.
    за так – έτσι, απλήρωτα, δωρεάν•
    (и) так и так; (и) так и сяк; (и) так и этак; то так, то сяк – α) κι έτσι κι έτσι• κι έτσι κι αλλιώς• παντοιοτρόπως, β) πάτε έτσι, πότε αλλιώς• πότε καλά, πότε άσχημα•
    (и) так и сяк; так-сяк – α) έτσι κι έτσι, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε καλά, ούτε άσχημα, μεσαία, β) με δυσκολία•
    не так чтобы – όχι και τόσο•
    тяжело он болен? так да не так чтобы тяжело – είναι βαριά άρρωστος; όχι και τόσο βαριά•
    так его (е, ихκλπ.) καλά να τον κάνουν (για εκδίκηση)•
    так точно – μάλιστα (στρατ. απάντηση)•
    так и так – κι έτσι•
    я и знал – κι έτσι (το) ήξερα•
    снег так и валил – κι έτσι χιόνιζε πολύ•
    я так и думал – έτσι κι εγώ σκεφτόμουν•
    так и она не узнала – κι έτσι αυτή δεν έμαθε (δεν πληροφορήθηκε)•
    так и есть – έτσι και είναι•
    так и знай – έτσι και να ξέρεις•
    так и так (мол) – έτσι κι έτσι (λένε)•
    на так – α) απλ. (για ανταλλαγή) ένα μ ένα. β) ίση αναλογία•
    взять муку и сахар- на- – παίρνω ίση αναλογία αλεύρι και ζάχαρη•
    так нет – δεν έγινε (δε συνέβηκε) έτσι•
    так себе – α) μέτρια, υποφερτά, ανεκτικά, β) έτσι•
    так-то (вот) – να πως•
    так-то, но (а, да)... – αλήθεια, πραγματικά, σωστά•
    так только – απλώς μόνο και μόνο•
    так точно – έτσι ακριβώς.

    Большой русско-греческий словарь > так

  • 10 слушать

    слу́ша||ть
    несов
    1. ἀκούω·
    2. (лекции и т. п.) παρακολουθώ·
    3. см. слушаться Г
    4. юр. ἐξετάζω:
    \слушать свидетелей ἐξετάζω τους μάρτυρες, ἀκούω τίς καταθέσεις τῶν μαρτύρων \слушать дело ἐκδικάζω ὑπόθεση· ◊ \слушатью! а) (по телефону) ναί!, λεγετεΙ, б) (ответ на приказание) μάλιστα!, πολύ κάλά!· \слушатьяй1 γιά ἄκουΐ, ἄκου νά σοῦ πῶ!· \слушатьайте!, послу́шайте! (γιά) ἀκοῦστε!, γιά ἀκοῦστε παρακαλώ!.

    Русско-новогреческий словарь > слушать

  • 11 наслышаться

    -шусь, -шиться
    ρ.σ. ακούω, γνωρίζω πολλά εξ ακοής•

    я -лся о нём много хорошего άκουσα γι αυτόν πολλά καλά.

    Большой русско-греческий словарь > наслышаться

  • 12 приклонить

    -оню, -онишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приклонённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    λυγίζω, κάμπτω, λυγίζοντας πλησιάζω•

    приклонить ветки дерева к земле λυγίζω τα κλαδιά του δέντρου προς τη γη.

    || κλίνω, γέρνω•

    приклонить голову к плечу γέρνω το κεφάλι στον ώμο.

    εκφρ.
    голову (главу) приклонить – έχω που την κεφαλήν κλίναι•
    негде (некуда) голову (главу) приклонить – δεν έχω που την κεφαλήν κλίναι (δεν έχω αποκούμπι, στήριγμα)•
    приклонить слух (ухо) – τεντώνω το αυτί να ακούσω καλά, εντείνω την ακοή (ακούω προσεχτικά).
    λυγίζω, κάμπτομαι κλπ..ρ. ενεργ. φ. приклонить книзу κάμπτομαι προς τα κάτω.

    Большой русско-греческий словарь > приклонить

  • 13 слышно

    επίρ.
    1. ακουστικά• ακουστά•

    жадно и слышно глотать воду λαίμαργα και ακουστά καταπίνω νερό.

    2. ως κατηγ. ακούεται, είναι ακουστός•

    отсюда хорошо слышно всех ораторов απεδώ μπορείς ν' ακούς καλά όλους τους ρήτορες•

    мне вас не слышно δεν ακούεσαι (δε σας ακούω)•

    никого не слышно δεν ακούεται κανένας•

    -вам, что говорят? ακούτε τι λένε;

    3. υπάρχουν πληροφορίες, ειδήσεις•

    о нём давно ничего не слышно καιρό έχομε να μάθομε κάτι γι αυτόν•

    что слышно нового? τι νέα ακούσατε;•

    что у вас -? τι ακούσατε; τι νέα έχετε;

    4. (ωζ παρνθ. λ.) ακούεται, λέγεται•, что будет хороший урожай λένε, πως θα έχομε καλή σο-δε ιά.

    Большой русско-греческий словарь > слышно

См. также в других словарях:

  • ακούω — άκουσα, ακούστηκα, ακουσμένος 1. ως αμτβ., έχω την αίσθηση της ακοής: Τελευταία δεν ακούω και τόσο καλά. 2. ως μτβ., καταλαβαίνω κάτι με την ακοή: Ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών… (Σολωμός). 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω: Άκουσα ότι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • καλοακούω — ακούω καλά …   Dictionary of Greek

  • καλακούω — ακούω καλά, έχω οξεία ακοή («δεν καλακούει» δεν ακούει καλά, είναι βαρήκοος) …   Dictionary of Greek

  • καλογροικώ — και καλογρικώ 1. ακούω καλά 2. ακούω κάτι με προσοχή 3. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + γροικώ «ακούω»] …   Dictionary of Greek

  • κατακούω — (Α) 1. ακούω καλά, αντιλαμβάνομαι κάτι καλά («οὐδὲν κατήκουον... τῶν παραγγελλομένων», Θουκ.) 2. ακούω και πείθομαι, υπακούω, υποτάσσομαι («Ἀράβιοι δὲ οὐδαμὰ κατήκουσαν ἐπὶ δουλοσύνῃ Πέρσῃσι», Ηρόδ.) 3. ακούω προσεκτικά 4. κρυφακούω («ὁ θυρωρός …   Dictionary of Greek

  • Sotiris Dimitríu — (Atenas, 2008). Sotiris Dimitríu (en griego Σωτήρης Δημητρίου) (Ambelona de Cesprotía, 1955) es un escritor griego. Desde 1985 ha publicado cuatro colecciones de relatos breves, tres narraciones más extensas y un libro de poemas. Ha merecido… …   Wikipedia Español

  • παρακούω — παράκουσα, παρακούστηκα 1. δεν ακούω καλά, ακούω λάθος: Παρακούει η γιαγιά και μας λέει άλλα γι άλλα. 2. δεν ακούω, απειθώ, αρνιέμαι να υπακούω: Στις κατασκηνώσεις δε γίνονται δεχτοί όσοι παρακούνε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακογροικώ — και άω (Μ κακογροικῶ, έω) νεοελλ. 1. δεν ακούω καλά, βαριακούω 2. ακούω πολλές κατηγορίες για τον εαυτό μου μσν. μέσ. κακογροικοῡμαι, έομαι δύσκολα κατανοούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + γροικῶ] …   Dictionary of Greek

  • κωφίζω — [κωφός] είμαι λίγο κουφός, δεν ακούω καλά …   Dictionary of Greek

  • οξυλοβώ — ὀξυλοβῶ, έω (Α) έχω οξεία ακοή, ακούω καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὀξύλοβος (< οξυ * + λοβός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»